- παραδακρύω
- Ακλαίω κοντά σε κάποιον ή μαζί του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραδακρῦσαι — παραδακρύω weep beside aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παρεδάκρυε — παρεδάκρῡε , παραδακρύω weep beside imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)